- λιμόξηρος
- λῑμό-ξηρος, ον,A wasted with hunger, Hierocl.Facet.219- 226. Adv. -ρως Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιμόξηρος — λιμόξηρος, ον (Α) εξαντλημένος από την ασιτία, κάτισχνος, σκελετωμένος από την πείνα. επίρρ... λιμοξήρως (Α) με εξάντληση από την πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ξηρός (πρβλ. κατάξηρος, ολό ξηρος)] … Dictionary of Greek
λιμόξηρος — wasted with hunger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμόξηρον — λιμόξηρος wasted with hunger masc/fem acc sg λιμόξηρος wasted with hunger neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμοξήρῳ — λιμόξηρος wasted with hunger masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek